ξελαρυγγίζομαι

ξελαρυγγίζομαι
και ξελαρυγγιάζομαι
κουράζω υπερβολικά τον λάρυγγά μου φωνάζοντας δυνατά και συνεχώς («ξελαρυγγιάστηκα να σέ φωνάζω»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ.ξ(ε)-* + λάρυγγας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξελαρυγγίζομαι — ξελαρυγγίστηκα, ξελαρυγγισμένος, και ξελαρυγγιάζομαι ξελαρυγγιάστηκα, ξελαρυγγιασμένος, βγάζω (κουράζω πολύ) το λαρύγγι μου απ τις φωνές: Ξελαρυγγιάστηκα να φωνάζω και δεν ακούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξελαρύγγισμα — και ξελαρύγγιασμα, το [ξελαρυγγίζω / ξελαρυγγιάζω] το αποτέλεσμα τού ξελαρυγγίζομαι …   Dictionary of Greek

  • ξελαρύγγισμα — ξελαρύγγισμα, το και ξελαρύγγιασμα, το, ατος το αποτέλεσμα του ξελαρυγγίζομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”